εξεριστης

εξεριστης
    ἐξεριστής
    ἐξ-εριστής
    -ου ὅ завзятый спорщик
    

(ἐ. τῶν λόγων Eur.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "εξεριστης" в других словарях:

  • εξεριστής — ἐξεριστής, ο (Α) [εξερίζω] ισχυρογνώμονας, πεισματάρης συζητητής …   Dictionary of Greek

  • ἐξεριστής — stubborn disputant masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξεριστικός — ἐξεριστικός, ή, όν (Α) [εξεριστής] αυτός που έχει τάση για έριδες και λογομαχίες …   Dictionary of Greek

  • λυπηρός — ή, ό, θηλ. και ά (AM λυπηρός, ά, όν) (για πρόσ. ή πράγμ.) αυτός που προξενεί λύπη, θλιβερός, οδυνηρός, δυσάρεστος (α. «μόλις άκουσε τα λυπηρά συμβάντα έτρεξε να τήν παρηγορήσει» β. «ἐρεῑς μὲν οὐχὶ νῡν γέ μ ὡς ἄρξασά τι λυπηρὸν εἶτα σοῡ τάδ… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»